Η Αγγελική και ο Δημήτρης συναντήθηκαν έξω απ' το σταθμό στο Μοναστηράκι. Είχαν πάρει και οι δυο άδεια απ΄τη δουλειά τους, για να περάσουν τη μέρα μαζί απολαμβάνοντας μια λίγο διαφορετική καθημερινότητα στην πόλη τους. Εκείνη έτρεξε κι έπεσε πάνω του, αφήνοντας τον παρορμητισμό της να την παρασύρει. Εκείνος ήταν χαμηλότερων τόνων και κοίταξε γύρω του με μια μικρή ενοχή, καθώς την έκλεινε στην αγκαλιά του.
Ανηφορίζοντας την Ερμού, ένας τουρίστας τούς σταμάτησε ζητώντας οδηγίες. Η Αγγελική πρόθυμη και περήφανη για τα αγγλικά της έσπευσε να τον βοηθήσει, υποδεικνύοντάς του την ομορφότερη πορεία που θα μπορούσε ν’ ακολουθήσει ως τον προορισμό του και προτείνοντάς του αξιοθέατα λιγότερο γνωστά, εφάμιλλα όμως σε ενδιαφέρον μ’ εκείνα που σκόπευε να επισκεφθεί. Αφού τον χαιρέτησε ευγενικά και του ευχήθηκε καλή διαμονή, η Αγγελική στράφηκε προς τον Δημήτρη, μα δεν τον είδε με την πρώτη ματιά. Τον εντόπισε να βγαίνει από ένα φούρνο λίγο πιο κάτω, με άδεια όμως χέρια. Παραξενεύτηκε, μα θέλησε να είναι διακριτική και γι' αυτό δεν τον ρώτησε τίποτα.
Συνέχισαν να περπατούν πιασμένοι χέρι χέρι με βήμα αργό, για να απολαύσουν ο ένας τη συντροφιά του άλλου. Έξω απ' την Καπνικαρέα η Αγγελική σταμάτησε. «Πάω ν' ανάψω ένα κεράκι! Θα 'ρθεις;» ρώτησε. Ο Δημήτρης έγνεψε αρνητικά: «Θα σε περιμένω εδώ.» Η Αγγελική μπήκε με ευλάβεια στο εκκλησάκι, αναζητώντας στις τοιχογραφίες τα σημάδια του χρόνου που θα την έκαναν να νιώσει δέος. Σχεδόν τελετουργικά άναψε ένα κερί και προσκύνησε τις εικόνες. Αφού ένιωσε τη γαλήνη που αποζητούσε, βγήκε ξανά στο φως της μέρας. Αντίκρισε τον Δημήτρη αναψοκοκκινισμένο, να στρώνει και να ξεσκονίζει τα ρούχα που φορούσε. Τον κοίταξε έκπληκτη με μια μικρή δόση αποδοκιμασίας.
Έπιασε το ζεστό χέρι του και συνέχισαν. Περπατούσαν κοντά στις βιτρίνες τώρα, γιατί ένα πλήθος ανθρώπων έκανε πορεία φωνάζοντας συνθήματα. «Θα πηγαίνουν προς το Υπουργείο Οικονομικών» υπέθεσε ο Δημήτρης. Η Αγγελική σήκωσε τους ώμους της. Τον τράβηξε προς ένα μαγαζί καλλυντικών, μα εκείνος τη σταμάτησε γλυκά. «Σε πειράζει να μείνω εδώ; Θέλω να διαβάσω τα αιτήματά τους» είπε γνέφοντας προς το μέρος ενός άντρα που μοίραζε φυλλάδια. Δεν του απάντησε και ανυπόμονη μπήκε στο μαγαζί. Έμεινε αρκετή ώρα μέσα, από πείσμα, θέλοντας να τον τυραννήσει λίγο που την άφησε μόνη. Όταν βγήκε απ' το μαγαζί, τον έπιασε απ' το χέρι, για να συνεχίσουν το δρόμο τους, χωρίς καν να τον κοιτάξει. Γι' αυτό δεν είδε και τα μάτια του που ήταν κόκκινα και υγρά.
Λίγο πριν τη Φιλελλήνων το τηλέφωνο της Αγγελικής χτύπησε. «Απ' τη δουλειά είναι. Πρέπει να απαντήσω» είπε και απομακρύνθηκε λίγο. Είχε πολλή φασαρία και δυσκολευόταν να ακούσει τον προϊστάμενό της, παρ' όλο που έκλεινε με το δάχτυλο το ελεύθερο αυτί της. Είχε προκύψει ένα πρόβλημα στο γραφείο και αισθανόταν πολύ σημαντική που χρειάζονταν τη βοήθειά της κι έτσι έδινε οδηγίες αργά, τονίζοντας τη σπουδαιότητα κάθε βήματος που έπρεπε να ακολουθηθεί. Μετά από ώρα, έκλεισε το τηλέφωνο και με κορμί κορδωμένο πλησίασε τον Δημήτρη χαμογελώντας. Ήρθε αντιμέτωπη με το κενό του βλέμμα. «Πάμε να φύγουμε» της είπε με φωνή τσακισμένη.
Διέσχισαν το δρόμο, εκείνος μπροστά με βήμα τρομαγμένο και εκείνη ξωπίσω του με θυμό που ολοένα και θέριευε. Λίγο παρακάτω δεν άντεξε, τον έπιασε απ' το μπράτσο και τον σταμάτησε: «Τι έπαθες τέλοσπάντων;!» Ο Δημήτρης γύρισε να την κοιτάξει κι η ματιά της έπεσε πάνω στα ματωμένα του χέρια.
Πισωπάτησε έντρομη. «Απαιτώ εξηγήσεις! Σήμερα δε σε αναγνωρίζω! Όλο φέρεσαι αλλόκοτα!»
Ο Δημήτρης την κοίταξε κουρασμένος.
- Όσο μιλούσα στον τουρίστα, πού εξαφανίστηκες εσύ;
- Πήγα με έναν άστεγο να του αγοράσω φαγητό. Πεινούσε.
- ...
- ...
- Και όσο ήμουν στην εκκλησία τι στο καλό έκανες και ήσουν λαχανιασμένος, όταν βγήκα;
- Δυο τύποι την είχαν πέσει σε έναν μετανάστη και έτρεξα να τον βοηθήσω.
- ...
- ...
- Και όση ώρα ψώνιζα τι έκανες;
- Βοηθούσα τα παιδιά της πορείας να διαφύγουν. Πετούσαν τα ΜΑΤ χημικά και κάποιοι δεν μπορούσαν να ανασάνουν.
- ...
- ...
- Κι αυτά τα αίματα;
- Ένας άντρας έπεσε απ' την ταράτσα της πολυκατοικίας. Προσπαθούσα να βοηθήσω. Μάταια. Ήταν νεκρός.
Τα δυο παιδιά σώπασαν. Κατέβασαν τα μάτια κι εκεί, μπροστά στο συντριβάνι του Συντάγματος χωρίστηκαν οι δρόμοι τους.
Ανηφορίζοντας την Ερμού, ένας τουρίστας τούς σταμάτησε ζητώντας οδηγίες. Η Αγγελική πρόθυμη και περήφανη για τα αγγλικά της έσπευσε να τον βοηθήσει, υποδεικνύοντάς του την ομορφότερη πορεία που θα μπορούσε ν’ ακολουθήσει ως τον προορισμό του και προτείνοντάς του αξιοθέατα λιγότερο γνωστά, εφάμιλλα όμως σε ενδιαφέρον μ’ εκείνα που σκόπευε να επισκεφθεί. Αφού τον χαιρέτησε ευγενικά και του ευχήθηκε καλή διαμονή, η Αγγελική στράφηκε προς τον Δημήτρη, μα δεν τον είδε με την πρώτη ματιά. Τον εντόπισε να βγαίνει από ένα φούρνο λίγο πιο κάτω, με άδεια όμως χέρια. Παραξενεύτηκε, μα θέλησε να είναι διακριτική και γι' αυτό δεν τον ρώτησε τίποτα.
Συνέχισαν να περπατούν πιασμένοι χέρι χέρι με βήμα αργό, για να απολαύσουν ο ένας τη συντροφιά του άλλου. Έξω απ' την Καπνικαρέα η Αγγελική σταμάτησε. «Πάω ν' ανάψω ένα κεράκι! Θα 'ρθεις;» ρώτησε. Ο Δημήτρης έγνεψε αρνητικά: «Θα σε περιμένω εδώ.» Η Αγγελική μπήκε με ευλάβεια στο εκκλησάκι, αναζητώντας στις τοιχογραφίες τα σημάδια του χρόνου που θα την έκαναν να νιώσει δέος. Σχεδόν τελετουργικά άναψε ένα κερί και προσκύνησε τις εικόνες. Αφού ένιωσε τη γαλήνη που αποζητούσε, βγήκε ξανά στο φως της μέρας. Αντίκρισε τον Δημήτρη αναψοκοκκινισμένο, να στρώνει και να ξεσκονίζει τα ρούχα που φορούσε. Τον κοίταξε έκπληκτη με μια μικρή δόση αποδοκιμασίας.
Έπιασε το ζεστό χέρι του και συνέχισαν. Περπατούσαν κοντά στις βιτρίνες τώρα, γιατί ένα πλήθος ανθρώπων έκανε πορεία φωνάζοντας συνθήματα. «Θα πηγαίνουν προς το Υπουργείο Οικονομικών» υπέθεσε ο Δημήτρης. Η Αγγελική σήκωσε τους ώμους της. Τον τράβηξε προς ένα μαγαζί καλλυντικών, μα εκείνος τη σταμάτησε γλυκά. «Σε πειράζει να μείνω εδώ; Θέλω να διαβάσω τα αιτήματά τους» είπε γνέφοντας προς το μέρος ενός άντρα που μοίραζε φυλλάδια. Δεν του απάντησε και ανυπόμονη μπήκε στο μαγαζί. Έμεινε αρκετή ώρα μέσα, από πείσμα, θέλοντας να τον τυραννήσει λίγο που την άφησε μόνη. Όταν βγήκε απ' το μαγαζί, τον έπιασε απ' το χέρι, για να συνεχίσουν το δρόμο τους, χωρίς καν να τον κοιτάξει. Γι' αυτό δεν είδε και τα μάτια του που ήταν κόκκινα και υγρά.
Λίγο πριν τη Φιλελλήνων το τηλέφωνο της Αγγελικής χτύπησε. «Απ' τη δουλειά είναι. Πρέπει να απαντήσω» είπε και απομακρύνθηκε λίγο. Είχε πολλή φασαρία και δυσκολευόταν να ακούσει τον προϊστάμενό της, παρ' όλο που έκλεινε με το δάχτυλο το ελεύθερο αυτί της. Είχε προκύψει ένα πρόβλημα στο γραφείο και αισθανόταν πολύ σημαντική που χρειάζονταν τη βοήθειά της κι έτσι έδινε οδηγίες αργά, τονίζοντας τη σπουδαιότητα κάθε βήματος που έπρεπε να ακολουθηθεί. Μετά από ώρα, έκλεισε το τηλέφωνο και με κορμί κορδωμένο πλησίασε τον Δημήτρη χαμογελώντας. Ήρθε αντιμέτωπη με το κενό του βλέμμα. «Πάμε να φύγουμε» της είπε με φωνή τσακισμένη.
Διέσχισαν το δρόμο, εκείνος μπροστά με βήμα τρομαγμένο και εκείνη ξωπίσω του με θυμό που ολοένα και θέριευε. Λίγο παρακάτω δεν άντεξε, τον έπιασε απ' το μπράτσο και τον σταμάτησε: «Τι έπαθες τέλοσπάντων;!» Ο Δημήτρης γύρισε να την κοιτάξει κι η ματιά της έπεσε πάνω στα ματωμένα του χέρια.
Πισωπάτησε έντρομη. «Απαιτώ εξηγήσεις! Σήμερα δε σε αναγνωρίζω! Όλο φέρεσαι αλλόκοτα!»
Ο Δημήτρης την κοίταξε κουρασμένος.
- Όσο μιλούσα στον τουρίστα, πού εξαφανίστηκες εσύ;
- Πήγα με έναν άστεγο να του αγοράσω φαγητό. Πεινούσε.
- ...
- ...
- Και όσο ήμουν στην εκκλησία τι στο καλό έκανες και ήσουν λαχανιασμένος, όταν βγήκα;
- Δυο τύποι την είχαν πέσει σε έναν μετανάστη και έτρεξα να τον βοηθήσω.
- ...
- ...
- Και όση ώρα ψώνιζα τι έκανες;
- Βοηθούσα τα παιδιά της πορείας να διαφύγουν. Πετούσαν τα ΜΑΤ χημικά και κάποιοι δεν μπορούσαν να ανασάνουν.
- ...
- ...
- Κι αυτά τα αίματα;
- Ένας άντρας έπεσε απ' την ταράτσα της πολυκατοικίας. Προσπαθούσα να βοηθήσω. Μάταια. Ήταν νεκρός.
Τα δυο παιδιά σώπασαν. Κατέβασαν τα μάτια κι εκεί, μπροστά στο συντριβάνι του Συντάγματος χωρίστηκαν οι δρόμοι τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Δημοσιεύονται μόνο τα σχόλια, τα οποία δεν υπερβαίνουν τα εσκαμμένα. Σχόλια με προσωπικές αναφορές, με προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, απορρίπτονται.